- κυβίστημα
- κῠβίστ-ημα, ατος, τό,A somersault, Luc.Anach.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυβίστημα — το (Α κυβίστημα) [κυβιστώ] ακροβατικός ελιγμός με το κεφάλι προς τα κάτω, τούμπα … Dictionary of Greek
κυβιστήματα — κυβίστημα somersault neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)